- κητόδορπος
- κητόδορπος, -ον (Α)αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά τού να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τόν φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινό-δορπος, σύν-δορπος].
Dictionary of Greek. 2013.